- σολδανέλ(λ)α
- η, Νβοτ. γένος πολυετών ποωδών αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πριμουλίδες τής τάξης πριμουλώδη, με 8 είδη, ιθαγενή τής Ευρώπης, ορισμένα από τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. soldanella].
Dictionary of Greek. 2013.